λευιτῶν

λευιτῶν
Λευίτης
Levite
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Λευιτῶν — Λευίτης Levite masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλούια — I Εβραϊκή λέξη που σημαίνει «αινείτε τον Κύριον». Ήταν λειτουργικό επιφώνημα αγαλλίασης, το οποίο έψελνε ο χορός των Λευιτών και ανήκε στην ομάδα ψαλμών του Χαλέλ (ψαλμοί ριβ’ ριζ’ της ιουδαϊκής λειτουργίας) τους οποίους έψελναν στις γιορτές του… …   Dictionary of Greek

  • λεβιτών — ῶνος και λευϊτών, ῶνος και λεβήτων, ωνος, ὁ (Α) είδος χιτωνίσκου με κοντά μανίκια ή χωρίς μανίκια …   Dictionary of Greek

  • Λευί — Μία από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, η οποία δεν πήρε κλήρο στην κατακτημένη Χαναάν, αλλά διασκορπίστηκε σε όλη τη χώρα. Η φυλή Λ., η οποία έμεινε πιστή στον Θεό κατά το επεισόδιο του χρυσού μόσχου (Έξοδος, κβ’), καθιερώθηκε από τον Θεό στη θέση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”